- υφάλλομαι
- ΜΑ(αποθ.) μσν. πηδώ από κάτω προς τα πάνωαρχ.διαφεύγω («ὑφάλλομαι θάνατον», Κύριλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἅλλομαι «πηδώ, αναπηδώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… … Dictionary of Greek